βυθομετρώ

βυθομετρώ
-ησα, μετρώ το βάθος, κάνω βυθομέτρηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βυθομετρώ — βυθομετρώ, βυθομέτρησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. βυθομετράω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βυθομετρώ — ( άω) εκτελώ βυθομέτρηση …   Dictionary of Greek

  • σοντάρω — Ν 1. καθετηριάζω 2. βυθομετρώ με τη σόντα 3. κάνω δειγματοληψία από τον βυθό τής θάλασσας 4. ενεργώ δειγματοληψία από σακί με προϊόντα, ιδίως σιτηρά 5. μτφ. διερευνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sondare «βυθομετρώ»] …   Dictionary of Greek

  • βυθός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… …   Dictionary of Greek

  • βυθομετράω — / βυθομετρώ, βυθομέτρησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”